θαμάζω

θαμάζω
βλ. θαυμάζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαμάζω — βλ. θαυμάζω …   Dictionary of Greek

  • ατός — ή, ό (ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ …   Dictionary of Greek

  • θάμαγμα — το [θαμάζω] 1. ο θαυμασμός 2. η κατάπληξη …   Dictionary of Greek

  • θάμασμα — το [θαμάζω] 1. το αντικείμενο τού θαυμασμού, ό,τι θαυμάζει κανείς 2. ο θαυμασμός …   Dictionary of Greek

  • θαμασμός — ο [θαμάζω] βλ. θαυμασμός …   Dictionary of Greek

  • θαμαστός — ή, ό [θαμάζω] βλ. θαυμαστός …   Dictionary of Greek

  • θαυμάζω — και θαμάζω (AM θαυμάζω, Α ιων. τ. θωμάζω) 1. βλέπω κάτι με θαυμασμό, με ευχαρίστηση και έκπληξη (α. «και τους ναούς σου θαύμασα, τών Κελτών ιερά πόλις», Κάλβ β. «τύχη θαυμάσαι μέν ἀξία», Σοφ.) 2. μένω έκθαμβος, μένω κατάπληκτος, εκπλήσσομαι (α.… …   Dictionary of Greek

  • θαυμάζω — και θαμάζω θα(ύ)μασα, θα(υ)μάστηκα 1. νιώθω κατάπληξη, θαυμασμό για κάτι: Θαυμάζω το μεγαλείο της δημιουργίας. 2. βλέπω με ευχαρίστηση κάτι: Θαυμάζω το ηλιοβασίλεμα. 3. εκτιμώ κάτι: Θαυμάζω τις αρετές του. 4. απορώ: Θαυμάζω που βρήκες το θάρρος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”